Η Μονή Τσούκας, αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 760 μέτρων, κοντά στην κοινότητα Ελληνικό στη Δημοτική Ενότητα Κατσανοχωρίων.
Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1190 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο, καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίσθηκε το 1779.
Η Ιερά Μονή Τσούκας είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα του νομού Ιωαννίνων και το πανηγύρι της στις 8 Σεπτεμβρίου συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό προσκυνητών. Γνώρισε μεγάλη ακμή την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και έγινε κέντρο θρησκευτικό και εθνικό (το 1821 και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, ήταν καταφύγιο των επαναστατημένων ραγιάδων).
Η παράδοση αναφέρει ότι στο βράχο Τσούκα βρέθηκε μία εικόνα της Παναγίας και οι Λοζετσινοί, δηλαδή οι κάτοικοι του Ελληνικού, έκτισαν ένα εκκλησάκι στο λόφο της Αγ. Μαρίνας και την τοποθέτησαν στο εσωτερικό του. Η εικόνα όμως κάθε βράδυ μεταφερόταν στην Τσούκα υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την τοποθεσία ανέγερσης του Μοναστηριού. Πήρε το όνομά της από την κορυφή του λόφου που είναι χτισμένη, καθώς «Τσιούκα Ανάλτα» στα βλάχικα σημαίνει «υψηλή κορυφή».
Η Μονή έχει φρουριακό χαρακτήρα. Η είσοδος στον υψηλό περίβολο κοσμείται με λιθανάγλυφα. Κελιά υπάρχουν στη νοτιοδυτική και βόρεια πλευρά (στο μεγαλύτερο μέρος τους κτίσματα του 18ου-19ου αι.), τα οποία έχουν αναστηλωθεί τα τελευταία χρόνια. Μία στέρνα με στέγαστρο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του καθολικού. Το λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο είναι του 1866, σύμφωνα με την επιγραφή που φέρει.
Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν στα τέλη του 17ου αι., στον αθωνίτικο τύπο (μονόχωρος ναός με χορούς) με προστώο δυτικά. Στο εσωτερικό επιγραφή στο υπέρθυρο (σήμερα δε διακρίνεται) αναφέρει ότι ο ναός “ιστορήθη” με δαπάνη του κτήτορα Αλεξίου Παπαϊωάννου και “εχρυσώθη” το 1779 από τον Αθ. Ιωάννου, ιερέα από το Καπέσοβο. Οι τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί από την αιθάλη, διακρίνονται όμως τα ανάγλυφα φωτοστέφανα των μορφών. Το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού χρονολογείται τον 18ο αι. και φέρει έξεργο φυτικό διάκοσμο.
Στη νότια πλευρά της Μονής κοντά στην ανατολική είσοδο υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας, που υπέστη σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά.
Σύμφωνα με τον ποιητή Κ. Κρυστάλλη το μοναστήρι ήταν φημισμένο για το ιαματικό του νερό.
Στο πίσω μέρος της μονής ο επισκέπτης και προσκυνητής της μονής μπορεί να θαυμάσει τη χαράδρα του Αράχθου ποταμού που έχει χαρακτηριστεί ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Η θέα από εκεί είναι απλά μαγευτική.