Η Στράτος είναι χωριό της Αιτωλοακαρνανίας δίπλα στον ποταμό Αχελώο, σε απόσταση περίπου 10 χλμ από την πόλη του Αγρινίου. Ήταν έδρα του ομώνυμου (Καποδιστριακού) δήμου και τώρα ανήκει στο Δήμο Αγρινίου. Κατά την αρχαιότητα υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη ολόκληρης της Ακαρνανίας.
Κατά την παράδοση, σε αυτή την πόλη γινόταν η στρατολόγηση των Ακαρνάνων και η συγκρότηση τους σε στρατεύματα. Από εκεί πήρε και το όνομα της, αφού Στράτος σημαίνει συγκέντρωση στρατεύματος.
Η Αρχαία Στράτος βρίσκεται Β. του σημερινού χωριού χτισμένη στη Δ. όχθη του Αχελώου, που ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία. Να αναφέρουμε ότι ήταν πλωτός ο Αχελώος κατά την Κλασική και Ελληνιστική εποχή (μέχρι και τις Οινιάδες), όπως μαρτυρά και η παραποτάμια ΝΔ πύλη της πόλης πάνω στην Εθνική οδό. Η Στράτος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες και καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της Ακαρνανίας.Ο λόφος της Στράτου είχε κατοικηθεί ήδη από την Υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ). Απέκτησε σημασία λόγω της γεω-στρατηγικής της θέση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ οπότε και υπήρξε πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων έως και το 2ο αι. π.Χ., όταν τη θέση αυτή ανέλαβε το Θύρρειο. Τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ως εμπορικό κέντρο της περιοχής. Την πόλη μνημονεύουν και αρχαίοι συγγραφείς για την σπουδαιότητα της, αφού υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερα οχυρωμένες πόλεις. Χαρακτηριστικά, ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης την χαρακτηρίζει πόλιν μεγίστη της Ακαρνανίας (Θουκυδίδη Ιστορίαι, Βιβλίο 8ο 2.68.4) ενώ ο Πολύβιος ονομάζει Στρατική την εύφορη πεδιάδα που εκτεινόταν έξω από την πόλη, οι ίπποι της οποίας ήταν ονομαστοί και αποτελούσαν πηγή πλούτου. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη συντάχτηκε με τους Αθηναίους και πολιορκήθηκε από τους Σπαρτιάτες χωρίς επιτυχία, πρώτα από τον Αγησίλαο το 391, από τον Κνήμο το 429, και από τον Ευρύλοχο το 426 π.Χ. Τα 379 π.Χ. έχουμε την πρώτη της αναφορά ως πρωτεύουσας του Κοινού των Ακαρνάνων. Η κυριαρχία όμως της Στράτου διακόπτεται το 338 π.Χ όταν η Ναύπακτος γίνεται το κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας με αποτέλεσμα την παρακμής της. Ο Βασιλιάς Κάσσανδρος το 314 την κατέλαβε χρησιμοποιώντας την ως οχυρό ενάντια των Αιτωλών, οι οποίοι το 263 π.Χ την προσάρτησαν στην Αιτωλία. Κατά το 169 π.Χ συμμάχησε (μαζί με άλλες Ελληνικές πόλεις) με τους Ρωμαίους ενάντια του Βασιλιά Περσέα της Μακεδονίας και τότε ξεκίνησε η Ρωμαϊκή κυριαρχία.
Υπάρχουν επαρκή και ασφαλή αρχαιολογικά δεδομένα, που μαρτυρούν ότι η Στράτος είχε επιζήσει και κατά την αυτοκρατορική εποχή, πιθανώς ως «πόλις περιοικίς» τηςΝικόπολης. Στην επιβίωσή της είχε συντελέσει, κατά κύριο λόγο, η εξαιρετικά στρατηγική της θέση. Συγκεκριμένα, η πόλη δέσποζε σ’ έναν εκτεταμένο εύφορο κάμπο και έλεγχε τη διάβαση του Αχελώου ποταμού, απ’ όπου περνούσε υποχρεωτικά ο σημαντικός ρωμαϊκός δρόμος Απολλωνίας -Βουθρωτού -Φωτικής -Νικόπολης -Αμβρακίας -Αθήνας. [1]
Στη θέση όπου βρίσκεται το σύγχρονο νεκροταφείο του χωριού, βρισκόταν ένα από τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης χωρίς να έχει όμως ανασκαφθεί πλήρως. Διάσπαρτοι τάφοι έχουν επίσης ανασκαφεί στα ΒΔ και Ν, εξωτερικά της οχύρωσης της αρχαίας πόλης. Μερικοί από αυτούς είναι μακεδονικού τύπου. Συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία πόλη (αρχαία αγορά, θέατρο) και οργανωμένη επιφανειακή έρευνα της ευρύτερης περιοχής (Στρατική) διεξήχθησαν από το 1989-1996 σε συνεργασία της ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών (Δρ. Λάζαρος Κολώνας) και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (καθηγ. Ε.-L. Schwandner).
Το θέατρο της Στράτου, στο ανατολικό του διατειχίσματος τμήμα της αρχαίας πόλης, χρονολογημένο στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., αποτελεί το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα της Αιτωλοακαρνανίας, αφού η χωρητικότητά του ήταν περίπου 7.000 ατόμων. Είναι σκαλισμένο ολόκληρο στο φυσικό βράχο (γκριζοπράσινος ψαμμιτόλιθος). Στο ημικυκλικό κοίλο του σώζονται 28 σειρές εδωλίων, ενώ στις 11 κλίμακές του, που διαιρούν το κοίλο σε 12 κερκίδες, και στον αγωγό, που περιβάλλει την κυκλική ορχήστρα του, έχει χρησιμοποιηθεί λευκή, ασβεστολιθική πέτρα Λεπενούς. Διαιρείται σε άνω και κάτω διάζωμα. Στην ορχήστρα του σώζεται προεδρία με ερεισίνωτα και ερεισίχειρα (οι οποίες προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου και τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς) και τρεις βωμοί, ενώ στη σκηνή του διακρίνονται τρεις κατασκευαστικές φάσεις, οι οποίες ακολουθούν την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Στα Ν του θεάτρου υπάρχει ισχυρός αναλημματικός τοίχος και αρχαίος δρόμος που οδηγούσε σε αυτό. Το θέατρο είχε εντοπίσει από το 1805 ο W. Leake. Πρώτες ανασκαφές σε αυτό έγιναν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Κατόπιν το μνημείο επιχώθηκε έως τη δεκαετία του ΄90, οπότε και ολοκληρώθηκε ανασκαφικά η έρευνά του, την περίοδο 1989-1996, με τη συνεργασία της ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών (Δρ. Λάζαρος Κολώνας) και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (καθηγ. Ε.-L. Schwandner).
Το ιερό του Δία στην Στράτο ήταν λατρευτικό και πολιτικό κέντρο όλων των Ακαρνάνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο εντός της ακρόπολης. Ο ναός του Στρατίου Διός (προστάτη Θεό των Στρατίων) είναι περίφημος δωρικός διαστάσεων 34,47 μ. X 15,41 μ., με 6 κίονες στη στενή και 11 στη μακριά πλευρά του. Κτίστηκε μεταξύ 321-312 π.Χ, εξ΄ ολοκλήρου από ντόπιο σκληρό ασβεστόλιθο έμεινε όμως ημιτελές λόγω πολεμικών συγκρούσεων με τους Αιτωλούς. Διαιρούνταν σε σηκό, πρόναο και οπισθόδομο. Οι κίονες του σηκού ήταν τοποθετημένοι κοντά στον τοίχο του. Πιθανότατα ένα μέρος του σηκού ήταν υπαίθριο, ενώ η οροφή στηριζόταν από οκτώ εσωτερικούς κίονες. Όλοι του οι κίονες παρέμειναν αράβδωτοι, γεγονός που πιθανότατα υποδηλώνει πως ο ναός έμεινε ημιτελής. Οι μετόπες του θα πρέπει να ήταν ζωγραφιστές. Στα ΝΑ του ναού δεσπόζει ο βωμός και βάσεις αναθημάτων. Οι πρώτες ανασκαφές του ναού διεξήχθησαν τα χρονικά διαστήματα 1892-1913 και το 1924 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, οπότε και αυτός δημοσιεύτηκε, μαζί με τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί. Η σημαντικότερη μελέτη του μνημείου ωστόσο (και η σωστότερη αποκατάστασή του) δημοσιεύτηκε το 1925 από τον Α. Ορλάνδο.
Η αρχαία πόλη της Στράτου περιβάλλονταν από οχυρώσεις που υπολογίζονται σε 7,4 χλμ προστατεύοντας τέσσερις λόφους και τρεις κοιλάδες. Από το Θουκυδίδη (Β, 80) χαρακτηρίζεται ως πόλη μεγίστη. Είναι κτισμένη εξ΄ ολοκλήρου κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα και χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ., ενώ δεν αποκλείεται κάποιες επισκευές της οχύρωσης να έγιναν στον 4ο αι. π.Χ. Περιελάμβανε 22 πύλες και 55 ορθογωνικούς πύργους. H Ν-κεντρική πύλη της πόλης, διαμορφωμένη στον τύπο της ορθογωνικής εξωτερικής αυλής, οδηγούσε -μέσω μιας κύριας οδικής αρτηρίας- στο δυο πλατώματα της αρχαίας αγοράς. Σημαντική είναι και η παραποτάμια πύλη της πόλης με το οριζόντιο υπέρθυρό της. Εσωτερικό διατείχισμα, μήκους 850 μ. περίπου, χώριζε την πόλη (για λόγους επιπλέον ασφάλειας) σε δυο μέρη. Στο Δ τμήμα της βρισκόταν ο ναός του Δία και η Αγορά και στο Α το θέατρό της. Στο βορειότερο άκρο της οχύρωσης υπήρχε η ακρόπολη, στην οποία υπάρχουν και ισχνά ίχνη βυζαντινής κατοίκησης.
Η αγορά της αρχαίας Στράτου αποτελούσε το εμπορικό, πολιτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης και ήταν περίκλειστη. Η πλατεία της, κτισμένη σε δυο πλατώματα στη δυτική πλευρά του διατειχίσματος, περιβάλλονταν στα βόρεια, στα δυτικά και στα ανατολικά από στοές, ενώ η είσοδός της ήταν στα Ν (πρόσβαση μέσω της Ν-κεντρικής πύλης της πόλης). Οι στοές αυτές ήταν του λεγόμενου τύπου της ΒΔ Ελλάδος, είχαν δηλαδή μόνο στο πρόσθιο μέρος τους παραστάδες και μετά από 4-6 μ. βάθος τοποθετούνταν οι κίονες. Λίγο πιο ανατολικά (και ΒΑ της ανατολικής στοάς) ήταν κτισμένο και το βουλευτήριο της πόλης, ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, με εσωτερικούς κίονες για τη στήριξη της τετράρριχτης στέγης του και με καθίσματα στις τέσσερις πλευρές του. Στην πλατεία της Αγοράς εντοπίστηκαν επίσης ένα ημικυκλικό βάθρο ανδριάντων, μια αναθηματική εξέδρα και άλλα σημαντικά αναθήματα. Σχεδόν στο κέντρο της αγοράς δεσπόζει ένας βωμός για τις θυσίες ζώων. Ακριβώς δίπλα του σώζεται ο κρίκος που προοριζόταν για το προσωρινό δέσιμο των ζώων. Σχεδόν εφαπτόμενη στη δυτική στοά και στα ΝΔ της Αγοράς υπάρχει και ορθογώνια περίστυλη κρήνη. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στα Ν της αγοράς βρέθηκαν επίσης και ίχνη μεταγενέστερων (βυζαντινών) οικιών. Πρώτες ανασκαφές στην αρχαία αγορά της Στράτου έγιναν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (στη Δυτική στοά της). Η ανατολική Στοά της Αγοράς ανασκάφηκε από το Ν. Ζαφειρόπουλο το 1958. Οι συστηματικές ανασκαφές συνεχίστηκαν την περίοδο 1989-1996 με τη συνεργασία της ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών (Δρ. Λάζαρος Κολώνας) και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (καθηγ. Ε.-L. Schwandner).
Η παλαιότερη ονομασία ήταν Σουροβίγλι ή Σωροβίγλι και το χωριό βρισκόταν στο λόφο της αρχαίας πόλης στρατηγικά τοποθετιμένο. Ο Γάλλος περιηγητής Léon Heuzey το αναφέρει ήδη από το 1856 ως αγροτοποιμενικό συνοικισμό μεγάλων αρχόντων. Από το 1871 και ύστερα παρουσιάζεται ως χωριό με λιθόκτιστες διώροφες οικοδομές για την ανάγερση των οποίων αρκετές φορές χρησιμοποιήθηκε και υλικό από τα αρχαία οικοδομήματα. Μετά την αναγκαστική απαλλοτρίωση του 1960, το 1962-1963, μεταφέρθηκε νοτιότερα, επί της Εθνικής οδού για να πραγματοποιηθούν ανασκαφές οι οποίες ανέδειξαν το χωριο με μεγάλα ευρήματα που φυλάσσονται σε μουσεία της ευρύτερης περιοχής. Η άλλοτε κραταιά πόλη σήμερα είναι ένα χωριό 1.078 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Κύρια ασχολία των ανθρώπων της περιοχής είναι η γεωργία η κτηνοτροφία κ.α . Δίπλα στο χωριό και στη θέση της γέφυρας του Αχελώου κατασκευάστηκε το Υδροηλεκτρικό φράγμα του Στράτου την τέταρτη κατά σειρά λίμνη του Αχελώου που δημιούργησε την ομώνυμη τεχνητή λίμνη.