Ένα από τα πιο όμορφα και καλοφτιαγμένα κάστρα στην Ελλάδα στο οποίο συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο η ισχυρή ορεινή ακρόπολη, η οχύρωση της πόλης και το χαρακτηριστικό λιμενόκαστρο.
Ιστορία
Το Κάστρο της Ναυπάκτου είναι ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και ένα από τα ωραιότερα κάστρα στην Ευρώπη.
Χτισμένο στον λόφο πάνω απ’ την πόλη, το Κάστρο της Ναυπάκτου δελέασε κάθε τύπου και διαθέσεων λαούς να το αποκτήσουν. Έλληνες, Τούρκοι, Ενετοί, Άγγλοι, πειρατές κ.α. το χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριό τους, βάζοντας ο καθένας και τη δική του σφραγίδα στην σημερινή εικόνα.
Τη σημερινή του μορφή την οφείλει στους Ενετούς .Η Ναύπακτος είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για τη Βενετία και κατά την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας (1407-1499) προσπάθησαν να την προστατέψουν από τους προελαύνοντες Οθωμανούς χτίζοντας ισχυρό κάστρο.
Το Κάστρο βρίσκεται στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στη πόλη. Στα Δυτικά αυτής σε υψόμετρο περίπου 200 μέτρων. Ο λόφος αυτός έχει σχήμα πυραμίδας. Οι μεγαλοπρεπείς οχυρώσεις της Ναυπάκτου που έγιναν σε πολλές διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις, κλιμακώνονται από την αρχαιότητα έως και την τουρκοκρατία Παρά τις καταστροφές και φθορές που έχουν υποστεί αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά και καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Το Κάστρο της Ναυπάκτου βρίσκεται τη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Αρχικά το κατείχαν οι Λοκροί. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν η σημαντικότερη ναυτική βάση των Αθηναίων. Το 191 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους. Το 553 μ.Χ. η Ναύπακτος καταστράφηκε από σεισμό.
Από τον 8ο μ.Χ. αιώνα έγινε πρωτεύουσα του Ε’ θέματος. Ως το 1204 βρισκόταν υπό την βυζαντινή κυριαρχία (με την ονομασία «Έπαχτος»).
Το 1204, στη μοιρασιά που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Ναύπακτος παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Το 1210 ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός την περιέλαβε στις κτήσεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε προίκα στο Φίλιππο Ανδηγαυό (πρίγκιπα του Τάραντος) και το 1360 καταλήφθηκε από τον Αλβανό ηγεμόνα Γκίνο Μπούα Σπάτα.
Από το 1407 έως το 1499 διήρκεσε η Α’ Ενετοκρατία ενώ ως το 1687 ήταν υπό Τουρκική κυριαρχία. Από το 1687 έως το 1699 ήταν η περίοδος της Β’ Ενετοκρατίας για να ακολουθήσει η Τουρκική κατάκτηση ως το 1829.
Στις 18 Απριλίου 1829, απελευθερώθηκε οριστικά από τους Τούρκους, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης απέκλεισε το λιμάνι της πόλης και ανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο. Φεύγοντας οι κατακτητές, άφησαν πίσω τους ελάχιστες οικογένειες Ελλήνων οι οποίες, μάλιστα, ήρθαν σε αντιπαράθεση με τις Σουλιώτικες οικογένειες (Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι κλπ), στις οποίες το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε παραχωρήσει τα τουρκικά αρχοντικά, ως αντιστάθμισμα για την προσφορά τους στον Αγώνα.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Ποία ήταν η μορφή του κάστρου στους αρχαίους χρόνους δεν μπορούμε με ακρίβεια να ξέρουμε. Είναι βέβαιο όμως ότι υπήρχαν τα τείχη. Υπολείμματα αρχαίων τειχών βρίσκονται και σήμερα κατά τη μεριά της θάλασσας και στη δυτική πλευρά. Το πιθανότερο είναι το κάστρο να μην είχε τη σημερινή του μορφή με τα πέντε διαζώματα. Αυτή τη μορφή την έλαβε κυρίως κατά τη βενετική κυριαρχία.
Η κορυφή του λόφου περικλείεται από κυκλικό τείχος διαμέτρου 100 μέτρων.
Δύο βραχίονες που ακολουθούν την κλίση του εδάφους, κατεβαίνουν από την κορυφή του λόφου, ο ένας ανατολικά και ο άλλος δυτικά και κοντά στη θάλασσα κάμπτονται και κλείνουν την είσοδο του λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τείχη ενώνουν τους δύο αυτούς βραχίονες και σχηματίζουν πέντε διαζώματα. Η οχύρωση στο Κάστρο της Ναυπάκτου ενισχύεται με πύργους κυκλικούς και τετράγωνους.
Η θέα από το Κάστρο της Ναυπάκτου είναι υπέροχη καθώς αντικρίζει όλη την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Και με τονεξαιρετικό νυχτερινό φωτισμό της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου η θέα του κάστρου γίνεται μοναδική.
Το κάστρο είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στην Ελλάδα όπου μπορεί να συναντήσει κανείς κάτι πολύ συνηθισμένο σε πάρκα του εξωτερικού: σκιουράκια που είναι πολύ εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία.